-
1 другой
1. αντων. άλλος, έτερος•и тот и другой κι ο ένας κι ο άλλος, και οι. δυο•
приходите другой раз ελάτε άλλη φορά•
он работает более, чем кто-либо другой αυτός εργάζεται όσο κανένας άλλος•
ни тот ни другой ούτε ο ένας ούτε ο άλλος•
и те и -ие και οι μεν και οι δε (όλοι)•
и тот и другой και ο ένας και ο άλλος, και ο μεν και ο δε, αμφότεροι, και οι, δυο•
тем или -им образом με τον ένα ή τον άλλον τρόπο•
кто-то другой κάποιος άλλος•
никто другой κανένας άλλος•
с другой стороны από το άλλο μέρος, αφ' ετέρου•
-ими словами μ' άλλα λόγια.
2. διάφορος, διαφορετικός•после женитьбы он стал другой σαν παντρεύτηκε έγινε άλλος (άνθρωπος), διαφοροποιήθηκε•
зто -бе дело αυτή είναι άλλη υπόθεση, διαφέρει το πράγμα.
|| αντικείμενος, αντίθετος, ο απέναντι, ο αντίπερα•перейти на -ую сторону улицы περνώ στο απέναντι, μέρος του δρόμου•
πλθ. -ие οι υπόλοιποι, οι άλλοι•не обращай внимание на -их, делай по своему μη κοιτάζεις τους άλλους, κάμε όπως καταλαβαίνεις ο ίδιος.
3. δεύτερος, επόμενος, άλλος•уже -ая неделя, как он уехал είναι δεύτερη βδομάδα που έφυγε•
на -день την άλλη μέρα•
один за -им ο ένας μετά τον άλλον.
|| κάποιος, άλλος•-ому человеку так не понять, как он понимает ένας άλλος δε θα καταλάβει, όπως αυτός εννοεί,
εκφρ.смотреть -ими глазами – βλέπω μ' άλλο μάτι (διαφορετικά). -ими словами μ' άλλα λόγια.